- ἐπαφίεται
- ἐπαφίημιthrow atpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
επάφεσις — ἐπάφεσις, η (Μ) [άφεσις] 1. άφεση, απόλυση 2. το να επαφίεται κανείς σε κάποιον ή σε κάτι … Dictionary of Greek
μοιρολάτρης — ο θηλ. μοιρολάτρις και μοιρολάτρισσα 1. αυτός που υποτάσσεται στο πεπρωμένο και επαφίεται σε αυτό 2. αυτός που υπομένει χωρίς αντίδραση τις ατυχίες που τού συμβαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης). Η λ. στον λόγιο τ. πληθ.… … Dictionary of Greek
Λαμπράκηδες — Τα μέλη της πολιτικής οργάνωσης Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη που έδρασε την περίοδο 1963 67. Προέκυψε από τη συγχώνευση της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης –που δημιουργήθηκε λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη… … Dictionary of Greek